προγονικῆς

προγονικῆς
προγονικός
derived from parentage
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αταβισμός — Συνώνυμο της προγονικής κληρονομικότητας. Αταβιστικοί ονομάζονται οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε ζώα ή φυτά και υπήρχαν σε πολύ μακρινούς προγόνους, ενώ στις διάμεσες γενιές και στους γεννήτορες απουσίαζαν. Τέτοια παραδείγματα στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • Ασάντι — Λαός της Αφρικής. Με το ίδιο όνομα είναι γνωστή και ομοσπονδία φεουδαρχικού τύπου, που είχε ιδρυθεί στο έδαφος της σημερινής Γκάνα (1697 1701). Κύρια ασχολία των Α. παλαιότερα ήταν o πόλεμος. Παράλληλα, επιδίδονταν στη γεωργία και είχαν ιδιαίτερη …   Dictionary of Greek

  • Κομμητάς, Στέφανος — (Κωφοί, Αλμυρός 1770; – Πέστη 1830;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Συμπλήρωσε μόνος του τη μέτρια μόρφωσή του, στα σχολεία της πατρίδας του και του Πηλίου, μελετώντας ιδιαίτερα γραμματική και αρχαία κείμενα. Διακρίθηκε ως γραμματοδιδάσκαλος της …   Dictionary of Greek

  • Φιλόμουσος Εταιρεία — Ελληνική εκπολιτιστική οργάνωση των αρχών του 19ου αι. Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1813 με την ενθάρρυνση κυρίως Άγγλων λογίων και αρχαιολατρών. Η δημιουργία οργανώσεων του τύπου της Φιλομούσου Εταιρείας ανήκει στο πλαίσιο των προσπαθειών των Ελλήνων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”